παραστατικάς — παραστατικά̱ς , παραστατικός fit for standing by. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
εικονογραφώ — (AM εἰκονογραφῶ, έω) 1. περιγράφω παραστατικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εικονογραφημένος, η, ο (για έντυπο ή κείμενο) αυτός που έχει διακοσμηθεί, συμπληρωθεί ή αποδοθεί με εικόνες. νεοελλ. 1. στολίζω έντυπο, ναό ή κτήριο, με εικόνες αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εσχηματισμένως — ἐσχηματισμένως (ΑΜ) επίρρ. μσν. κρυφά, μυστικά («φανερῶς ἢ ἐσχηματισμένως») αρχ. 1. με συγκεκριμένη μορφή 2. με σχήμα, παραστατικά («ἐσχηματισμένως εἰρῆσθαι») 3. (για επιχείρημα) τεχνικά, εξεζητημένα 4. απατηλά, πλαστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ.… … Dictionary of Greek
καθρεφτίζω — και καθρεπτίζω [καθρέφτης] 1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω 2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να τό απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά 3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει… … Dictionary of Greek
μετωνυμία — Η χρησιμοποίηση ενός ονόματος στη θέση ενός άλλου. Πρόκειται για λεκτικό τρόπο, στα πλαίσια του οποίου χρησιμοποιείται μια λέξη για να αποδοθεί πιο παραστατικά η δηλούμενη έννοια (για παράδειγμα, ο ήλιος είναι η πηγή της ζωής). Ως μ. θεωρείται… … Dictionary of Greek
περίφραση — η / περίφρασις, άσεως, ΝΜΑ [περιφράζω] σχήμα λόγου που υπάγεται στον πλεονασμό και σύμφωνα με το οποίο μια έννοια αποδίδεται στον λόγο πιο παραστατικά και ανάγλυφα με περισσότερες από μια λέξεις, ὁπως λ.χ. ο Γέρος τού Μοριά = ο Κολοκοτρώνης,… … Dictionary of Greek
σοβχόζ — Μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις στο σύστημα της· σοσιαλιστικής αγροτικής οικονομίας της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Τα πρώτα σ. ιδρύθηκαν στα δημευμένα αγροκτήματα των τσιφλικάδων (1918). Σύμφωνα με τον Λένιν, σκοπός των σ. ήταν να δείξουν παραστατικά στους… … Dictionary of Greek
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek